ζαβοσύνη

ζαβοσύνη
η [ζαβός]
1. η ιδιότητα τού ζαβού, η στρεβλότητα
2. αδεξιότητα, ζαβιά, ζαβάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”